υπεράριθμος

υπεράριθμος
-η, -ο
αυτός που είναι πέρα από τον αναγκαίο ή συνηθισμένο αριθμό, αυτός που περισσεύει, ο παραπανίσιος: Απολύθηκε ως υπεράριθμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπεράριθμος — supernumerary masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεράριθμος — η, ο / ὑπεράριθμος, ον, ΝΜ (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.) μσν. (για την Αγία Τριάδα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ὑπεράριθμον — ὑπεράριθμος supernumerary masc/fem acc sg ὑπεράριθμος supernumerary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραρίθμους — ὑπεράριθμος supernumerary masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεράριθμοι — ὑπεράριθμος supernumerary masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • εξάριθμος — (I) ἐξάριθμος, ον (Α) [αριθμός] υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.). (II) ἑξάριθμος, ον (AM) [έξι] 1. εξαπλός, εξαπλάσιος («ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.) 2. επιτ. πολλαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • επίκλητος — η, ο (Α ἐπίκλητος, ον) [επικαλώ] νεοελλ. αυτός που τόν επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια αρχ. 1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό 2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • επεισβάτης — ἐπεισβάτης, ο (Α) [επεισβαίνω] ο υπεράριθμος επιβάτης πλοίου …   Dictionary of Greek

  • περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”